φοινικάνθεμος

φοινικάνθεμος
φοινῑκάνθεμος
1 with its red flowers

φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ P. 4.64


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φοινικάνθεμος — ον, Α αυτός που έχει άνθη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. πορφυρ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικανθέμου — φοινῑκανθέμου , φοινικάνθεμος with bright flowers masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”