- φοινικάνθεμος
- φοινῑκάνθεμος1 with its red flowers
φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ P. 4.64
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ P. 4.64
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φοινικάνθεμος — ον, Α αυτός που έχει άνθη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «το πορφυρό χρώμα» + άνθεμος (< ἄνθεμον), πρβλ. πορφυρ άνθεμος, χρυσ άνθεμος] … Dictionary of Greek
φοινικανθέμου — φοινῑκανθέμου , φοινικάνθεμος with bright flowers masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)